μεσονυκτικός — ή, ό (Μ μεσονυκτικός, ή, όν) [μεσονύκτιο] 1. αυτός που γίνεται κατά το μεσονύκτιο, ο μεσονύκτιος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονυκτικό(ν) … Dictionary of Greek
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσανύκτιον — μεσανύκτιον, τὸ (Α) βλ. μεσονύκτιο(ν) … Dictionary of Greek
μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… … Dictionary of Greek
μεσονύχτι — και μεσανύχτι, το η δωδέκατη νυκτερινή ώρα, το μεσονύκτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + νύχτα] … Dictionary of Greek
μεσονύχτιον — μεσονύχτιον, τὸ (Μ) βλ. μεσονύκτιο … Dictionary of Greek
μεσοσφαίρι — το το μεσονύκτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σφαίρα] … Dictionary of Greek
μεσόνυκτο — και μεσάνυχτο (Μ μεσόνυκτον και μεσάνυκτον και μεσιάνυκτο και μεσίνυκτον) η προχωρημένη ώρα τής νύχτας, το μεσονύκτιο, τα μεσάνυχτα μσν. εκκλ. το μεσονυκτικό(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + νύξ, νυκτός] … Dictionary of Greek